Βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα, αναρωτιόμαστε… Σε ποιον βαθμό όλο αυτό που είδαμε μας αφορά; Μέχρι πού φτάνει η «ζώνη ενδιαφέροντος» του καθενός μας; Ποιος την καθορίζει και ποιος την οριοθετεί;
Η «Zώνη Ενδιαφέροντος» είναι μία ταινία που ορμάται από τη ναζιστική θηριωδία ανατρέχοντας στο παρελθόν, όχι όμως με σκοπό να θυμηθούμε τα όσα συνέβησαν. Αυτά μάς είναι ήδη γνωστά. Για αυτό άλλωστε και τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας απουσιάζουν σχεδόν από τα πλάνα. Στη θέση αυτών προβάλλεται ο ειδυλλιακός παράδεισος της οικογένειας του διοικητή του στρατοπέδου του Άουσβιτς, Ρούντολφ Ες, η οικογενειακή εστία του οποίου βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο στρατόπεδο. Του διοικητή που ευθύνεται για τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, η δημόσια εικόνα του οποίου αντανακλά την εικόνα όσων υπηρέτησαν με απόλυτη πίστη και προσήλωση το όραμα του ανθρώπου που συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους εγκληματίες της ανθρωπότητας και ακούει στο όνομα Αδόλφος Χίτλερ.
Τα ευρυγώνια μακρόσυρτα πλάνα του Τζόναθαν Γκλέιζερ, στοχεύουν στο να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τα αίτια των θηριωδιών που σε κάθε εποχή επαναλαμβάνονται. Στόχος αυτής της αναμνημόνευσης είναι η ορατοποίηση των σχέσεων που υφίστανται ανάμεσα στη γοητεία που ασκεί η περιχαράκωση και το κλείσιμο στο μοναδικό και αξιολάτρευτο «εγώ» και η βία πάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η γοητεία. Είναι η διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στην ωραιοποίηση της πραγματικότητας και των εγκλημάτων που διαπράττονται πίσω από αυτή την ωραιοποίηση. Και αυτή η ορατοποίηση επιτυγχάνεται μέσω του αντιθέτου της. Μέσω μίας αορατοποίησης. Και ό,τι αορατοποιείται είναι ο θάνατος.
Τα συνεχόμενα στατικά πλάνα μεγάλης διάρκειας λειτουργούν, επισημαίνοντάς μας διαρκώς την ακινησία του θανάτου. Ενός θανάτου που υπάρχει έξω από το κάδρο και νοηματοδοτείται ως περιέχον και όχι ως περιεχόμενο. Κάδρα που αποπνέουν την ησυχία του θανάτου που γίνεται αντιληπτός από τους καπνούς των καμινάδων του στρατοπέδου. Από την αποφορά της καύσης των νεκρών. Ενός θανάτου όμως, που δεν γίνεται μόνο αντιληπτός, αλλά διεισδύει σε άλλες μορφές σε όλο το περιβάλλον εντός και εκτός του στρατοπέδου.
Καθόλου υποχρεωμένος δεν νιώθει ο Γκλέιζερ στην τήρηση ενός κανόνα γραμμικού αφηγηματικού μοντέλου που να προσπαθεί να συνδέσει τις διαφορετικές συμπεριφορές του Ρούντολφ Ες, προκειμένου να οδηγηθούμε στην ερμηνεία των αντιθετικών του συμπεριφορών.Του διοικητή που με απίστευτη απάθεια μεταβαίνει από την οικογενειακή του θαλπωρή στο στρατόπεδο του θανάτου. Ενός θανάτου που ο ίδιος είναι ο ενορχηστρωτής του. Οι πράξεις του έξω από τον κλειστό οικογενειακό του περίγυρο εξαφανίζονται από το οπτικό μας πεδίο. Παρακολουθούμε επί της ουσίας τα θραύσματα της ζωής του και καλούμαστε να τα συναρμολογήσουμε. Το πορτρέτο του σκιαγραφείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα οικογενειακής ευμάρειας. Μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ο ίδιος και η σύζυγός του έχουν φροντίσει να είναι απόλυτα ασφαλές και να ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών που ανήκουν σε αυτή την οικογένεια. Ο Ρούντολφ Ες σκιαγραφείται ως ένας μάλλον κανονικός άνθρωπος που διαπράττει τα αόρατα, αλλά υπαρκτά εγκλήματά του σε μη κανονικές συνθήκες στις οποίες του είναι αδύνατο να γνωρίζει και να νιώθει ότι κάνει λάθος. Το ζήτημα των μαζικών δολοφονιών που διαπράττει είναι ζήτημα υπακοής στους νόμους και εκτέλεσης εντολών τις οποίες και εκτελεί με αξιοθαύμαστη αφοσίωση και σχολαστικότητα.
Ανατέμνοντας στα λεπτομερειακά πλάνα του Γκλέιζερ, τις κινήσεις του Ρούντολφ Ες, τον τρόπο που συνδιαλέγεται με τα παιδιά του όταν περνά τον ελεύθερο χρόνο μαζί τους, όταν τους διαβάζει παραμύθια το βράδυ, τη σχέση του και τις συζητήσεις με τη γυναίκα του, το πώς αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του στο αποστειρωμένο περιβάλλον του εγκλεισμού του -αφιερώνει τον ίδιο χρόνο να πλυθεί, φοβούμενος μήπως έχει μολυνθεί από την ερωτική του συνεύρεση με την κοπέλα (μάλλον εβραιοπούλα), με τον χρόνο που αφιερώνει για να μιλήσει για υπηρεσιακά θέματα που αφορούν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων- αυτή η βαθιά πίστη του στην “αρία φυλή” που κινδυνεύει να μολυνθεί από τους άλλους, αρχίζουμε να κατανοούμε ότι αυτό που λείπει από τον Ρούντολφ Ες είναι η φαντασία και η ικανότητά του να σκεφτεί.
«Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας» έγραφε η Χάνα Άρεντ , «δεν είναι ο φανατικός οπαδός, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας)και μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, – δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης». Και αναρωτιόμαστε μαζί της: Τι είναι αυτό που επιτρέπει την έλλειψη αυτού του διαχωρισμού; Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ αποτυπώνει κινηματογραφικά την απάντηση στο ερώτημα αυτό: Είναι η απομόνωση του ανθρώπου ως προς την πολιτική σφαίρα και η αποξένωση από τους συνανθρώπους του, η απόλυτη στέρηση συμμετοχής στον κόσμο που οι αιτίες τους βρίσκονται στην κοινωνική αποσάθρωση. Αυτή την απομόνωση κινηματογραφεί, παρουσιάζοντάς μας τον αεικίνητο διοικητή του Άουσβιτς, που έχει πιστέψει τον ναζιστικό μύθο του αυτό-δημιουργούμενου ατόμου, που διαφέρει από τους υπόλοιπους, τους κατώτερους και επικίνδυνους ως προς αυτόν, κάτω από το προστατευτικό πέπλο που του παρέχει η «αρία φυλή» στην οποία έχει τη τύχη να ανήκει. Του ατόμου που όλη του η ύπαρξη ενσαρκώνεται μέσα σε εκείνο τον συλλογικό και ιερό εγωισμό που συνιστά το έθνος. Αυτό ήταν το μέγα «κατόρθωμα» του Χίτλερ: Που έπεισε το άτομο, ότι καθήκον του «εγώ» και προϋπόθεση της αυτοπραγμάτωσής του είναι η προάσπιση της τιμής της φυλής. Ένα μεγαλεπήβολο και υπέρμετρο σχέδιο που κατάφερε μέσω της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, να πείσει την πλειονότητα του λαού να το υπηρετήσει. Κατάφερε να ποδηγετήσει ένα πλήθος ανθρώπων, μέσω της λατρείας προς το πρόσωπό του, φέρνοντάς τους μπροστά στην υποχρέωση του να υπηρετήσουν μία πολιτική που εμπεριείχε τα στοιχεία του υπέρμετρου. Και όταν το άτομο καλείται να υπηρετήσει το υπέρμετρο τότε το χάσμα ανάμεσα στην υποχρέωση να το υπηρετήσει και την ικανότητα να αισθάνεται αν αυτό που υπηρετεί είναι σωστό ή όχι, διευρύνεται. Το υπέρμετρο χρέος καθιστά το άτομο έναν ψυχρό υπολογιστή εκτέλεσης αυτού. Τα εκατομμύρια νεκρών τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Αποτελούν απλώς ένα νούμερο. Αποτυπώνεται εξαιρετικά αυτό στην ταινία, όταν βλέπουμε τον Ρούντολφ Ες να συνομιλεί με τους συνεργάτες του στο γραφείο του τη στιγμή που η γυναίκα του με τις φιλενάδες της περνούν τον χρόνο τους απολαμβάνοντας τον καφέ τους με ανάλαφρες συζητήσεις και σε ένα άλλο παιδικό δωμάτιο ένα από τα παιδιά του να μελετά τη συλλογή χρυσών δοντιών(από πού άραγε έχουν προέλθει; Κανείς δεν αναρωτιέται. Κανέναν δεν αφορά…). Ο θάνατος είναι εκεί. Εκεί μέσα. Αλλά δεν νοείται ως τέτοιος. Ισοδυναμεί με νούμερα, όχι ανθρώπων, αλλά στόχων.
Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ σκηνοθετεί τον πρωταγωνιστή του ντοκιμενταρίστικα παρουσιάζοντάς τον ως αυτό που φαίνεται. ’Ενας αεικίνητος διοικητής του Άουσβιτς, που αναζητά το καλύτερο στην αποτελεσματική εφαρμογή της «Τελικής λύσης», που δυσανασχετεί με τα γραφειοκρατικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής της εφαρμογής, και που παραμένει πάντα ένας εκτελεστής τής (αλάθητης) θέλησης του Χίτλερ. Οι εναλλαγές είναι συνεχείς στην αφήγησή του Γκλέιζερ αφού η κάμερα παρακολουθεί πιστά τον ίδιο και τη γυναίκα του. Δύο περίκλειστα «εγώ» που δεν νιώθουν την ανάγκη ενσωμάτωσης μιας άλλης οπτικής στην κατάθεση της ακλόνητης αλήθειας τους. Οι υπόλοιπες αφηγήσεις, ιδίως των θυμάτων τους, είναι ηχηρά απούσες. Και μέσα σε μιάμιση ώρα καταφέρνουμε χωρίς συναισθηματικούς παρεμβατισμούς του σκηνοθέτη, να δούμε τα θεμέλια στήριξης αυτής της «ακλόνητης αλήθειας».
Μία ταινία που εισηγείται έναν αναστοχασμό ο οποίος δύναται να μας κάνει να στρέψουμε την προσοχή μας ως προς το τι δεν βλέπουμε όταν κοιτάζουμε κινηματογραφικές εικόνες και ως προς το ποια μπορεί να είναι τα ίχνη που απαλείφθηκαν προκειμένου να υπάρξουν αυτές. Κάτι που με τη σειρά του πυροδοτεί έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με το τι δεν βλέπουμε ή δεν παρατηρούμε γύρω μας και στο τι μερίδιο ευθύνης φέρουμε σε αυτή την έλλειψη.
Ο Γκλέιζερ δημιουργεί μία διαλεκτική στην οποία η εικόνα υποτάσσεται στην απουσία. Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μας με τους μηχανισμούς εκείνους ,που σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, και που δημιουργούν εγκληματίες. Μελετώντας τον θύτη υπό το πρίσμα της παθητικής του αποδοχής των εγκλημάτων που διαπράττονται γύρω του και του ρόλου του στη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων που για αυτόν δεν νοούνται ως τέτοια, αλλά ως μία απαραίτητη διαδικασία, η διεκπεραίωση της οποίας θα του εξασφαλίσει την προσωπική του ευτυχία. Μία ευτυχία που του την έχει υποσχεθεί το σύστημα που υπηρετεί, με την προϋπόθεση ότι θα το υπηρετεί πιστά, εκτελώντας απαρέγκλιτα τις εντολές που του δίνονται.
Και βγαίνοντας από την αίθουσα κατακλυζόμαστε από πλήθος ερωτημάτων που μπορεί και να φοβόμαστε να απαντήσουμε...
Σε ποιον βαθμό όλο αυτό που είδαμε μας αφορά, μας ακουμπά, μας ενδιαφέρει; Και μέχρι που φτάνει η «ζώνη ενδιαφέροντος» του καθενός μας; Ποιος την καθορίζει και ποιος την οριοθετεί;
Τα ευρυγώνια μακρόσυρτα πλάνα του Τζόναθαν Γκλέιζερ, στοχεύουν στο να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τα αίτια των θηριωδιών που σε κάθε εποχή επαναλαμβάνονται. Στόχος αυτής της αναμνημόνευσης είναι η ορατοποίηση των σχέσεων που υφίστανται ανάμεσα στη γοητεία που ασκεί η περιχαράκωση και το κλείσιμο στο μοναδικό και αξιολάτρευτο «εγώ» και η βία πάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η γοητεία. Είναι η διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στην ωραιοποίηση της πραγματικότητας και των εγκλημάτων που διαπράττονται πίσω από αυτή την ωραιοποίηση. Και αυτή η ορατοποίηση επιτυγχάνεται μέσω του αντιθέτου της. Μέσω μίας αορατοποίησης. Και ό,τι αορατοποιείται είναι ο θάνατος.
Τα συνεχόμενα στατικά πλάνα μεγάλης διάρκειας λειτουργούν, επισημαίνοντάς μας διαρκώς την ακινησία του θανάτου. Ενός θανάτου που υπάρχει έξω από το κάδρο και νοηματοδοτείται ως περιέχον και όχι ως περιεχόμενο. Κάδρα που αποπνέουν την ησυχία του θανάτου που γίνεται αντιληπτός από τους καπνούς των καμινάδων του στρατοπέδου. Από την αποφορά της καύσης των νεκρών. Ενός θανάτου όμως, που δεν γίνεται μόνο αντιληπτός, αλλά διεισδύει σε άλλες μορφές σε όλο το περιβάλλον εντός και εκτός του στρατοπέδου.
Καθόλου υποχρεωμένος δεν νιώθει ο Γκλέιζερ στην τήρηση ενός κανόνα γραμμικού αφηγηματικού μοντέλου που να προσπαθεί να συνδέσει τις διαφορετικές συμπεριφορές του Ρούντολφ Ες, προκειμένου να οδηγηθούμε στην ερμηνεία των αντιθετικών του συμπεριφορών.Του διοικητή που με απίστευτη απάθεια μεταβαίνει από την οικογενειακή του θαλπωρή στο στρατόπεδο του θανάτου. Ενός θανάτου που ο ίδιος είναι ο ενορχηστρωτής του. Οι πράξεις του έξω από τον κλειστό οικογενειακό του περίγυρο εξαφανίζονται από το οπτικό μας πεδίο. Παρακολουθούμε επί της ουσίας τα θραύσματα της ζωής του και καλούμαστε να τα συναρμολογήσουμε. Το πορτρέτο του σκιαγραφείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα οικογενειακής ευμάρειας. Μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ο ίδιος και η σύζυγός του έχουν φροντίσει να είναι απόλυτα ασφαλές και να ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών που ανήκουν σε αυτή την οικογένεια. Ο Ρούντολφ Ες σκιαγραφείται ως ένας μάλλον κανονικός άνθρωπος που διαπράττει τα αόρατα, αλλά υπαρκτά εγκλήματά του σε μη κανονικές συνθήκες στις οποίες του είναι αδύνατο να γνωρίζει και να νιώθει ότι κάνει λάθος. Το ζήτημα των μαζικών δολοφονιών που διαπράττει είναι ζήτημα υπακοής στους νόμους και εκτέλεσης εντολών τις οποίες και εκτελεί με αξιοθαύμαστη αφοσίωση και σχολαστικότητα.
Ανατέμνοντας στα λεπτομερειακά πλάνα του Γκλέιζερ, τις κινήσεις του Ρούντολφ Ες, τον τρόπο που συνδιαλέγεται με τα παιδιά του όταν περνά τον ελεύθερο χρόνο μαζί τους, όταν τους διαβάζει παραμύθια το βράδυ, τη σχέση του και τις συζητήσεις με τη γυναίκα του, το πώς αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του στο αποστειρωμένο περιβάλλον του εγκλεισμού του -αφιερώνει τον ίδιο χρόνο να πλυθεί, φοβούμενος μήπως έχει μολυνθεί από την ερωτική του συνεύρεση με την κοπέλα (μάλλον εβραιοπούλα), με τον χρόνο που αφιερώνει για να μιλήσει για υπηρεσιακά θέματα που αφορούν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων- αυτή η βαθιά πίστη του στην “αρία φυλή” που κινδυνεύει να μολυνθεί από τους άλλους, αρχίζουμε να κατανοούμε ότι αυτό που λείπει από τον Ρούντολφ Ες είναι η φαντασία και η ικανότητά του να σκεφτεί.
«Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας» έγραφε η Χάνα Άρεντ , «δεν είναι ο φανατικός οπαδός, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας)και μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, – δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης». Και αναρωτιόμαστε μαζί της: Τι είναι αυτό που επιτρέπει την έλλειψη αυτού του διαχωρισμού; Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ αποτυπώνει κινηματογραφικά την απάντηση στο ερώτημα αυτό: Είναι η απομόνωση του ανθρώπου ως προς την πολιτική σφαίρα και η αποξένωση από τους συνανθρώπους του, η απόλυτη στέρηση συμμετοχής στον κόσμο που οι αιτίες τους βρίσκονται στην κοινωνική αποσάθρωση. Αυτή την απομόνωση κινηματογραφεί, παρουσιάζοντάς μας τον αεικίνητο διοικητή του Άουσβιτς, που έχει πιστέψει τον ναζιστικό μύθο του αυτό-δημιουργούμενου ατόμου, που διαφέρει από τους υπόλοιπους, τους κατώτερους και επικίνδυνους ως προς αυτόν, κάτω από το προστατευτικό πέπλο που του παρέχει η «αρία φυλή» στην οποία έχει τη τύχη να ανήκει. Του ατόμου που όλη του η ύπαρξη ενσαρκώνεται μέσα σε εκείνο τον συλλογικό και ιερό εγωισμό που συνιστά το έθνος. Αυτό ήταν το μέγα «κατόρθωμα» του Χίτλερ: Που έπεισε το άτομο, ότι καθήκον του «εγώ» και προϋπόθεση της αυτοπραγμάτωσής του είναι η προάσπιση της τιμής της φυλής. Ένα μεγαλεπήβολο και υπέρμετρο σχέδιο που κατάφερε μέσω της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, να πείσει την πλειονότητα του λαού να το υπηρετήσει. Κατάφερε να ποδηγετήσει ένα πλήθος ανθρώπων, μέσω της λατρείας προς το πρόσωπό του, φέρνοντάς τους μπροστά στην υποχρέωση του να υπηρετήσουν μία πολιτική που εμπεριείχε τα στοιχεία του υπέρμετρου. Και όταν το άτομο καλείται να υπηρετήσει το υπέρμετρο τότε το χάσμα ανάμεσα στην υποχρέωση να το υπηρετήσει και την ικανότητα να αισθάνεται αν αυτό που υπηρετεί είναι σωστό ή όχι, διευρύνεται. Το υπέρμετρο χρέος καθιστά το άτομο έναν ψυχρό υπολογιστή εκτέλεσης αυτού. Τα εκατομμύρια νεκρών τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Αποτελούν απλώς ένα νούμερο. Αποτυπώνεται εξαιρετικά αυτό στην ταινία, όταν βλέπουμε τον Ρούντολφ Ες να συνομιλεί με τους συνεργάτες του στο γραφείο του τη στιγμή που η γυναίκα του με τις φιλενάδες της περνούν τον χρόνο τους απολαμβάνοντας τον καφέ τους με ανάλαφρες συζητήσεις και σε ένα άλλο παιδικό δωμάτιο ένα από τα παιδιά του να μελετά τη συλλογή χρυσών δοντιών(από πού άραγε έχουν προέλθει; Κανείς δεν αναρωτιέται. Κανέναν δεν αφορά…). Ο θάνατος είναι εκεί. Εκεί μέσα. Αλλά δεν νοείται ως τέτοιος. Ισοδυναμεί με νούμερα, όχι ανθρώπων, αλλά στόχων.
Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ σκηνοθετεί τον πρωταγωνιστή του ντοκιμενταρίστικα παρουσιάζοντάς τον ως αυτό που φαίνεται. ’Ενας αεικίνητος διοικητής του Άουσβιτς, που αναζητά το καλύτερο στην αποτελεσματική εφαρμογή της «Τελικής λύσης», που δυσανασχετεί με τα γραφειοκρατικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής της εφαρμογής, και που παραμένει πάντα ένας εκτελεστής τής (αλάθητης) θέλησης του Χίτλερ. Οι εναλλαγές είναι συνεχείς στην αφήγησή του Γκλέιζερ αφού η κάμερα παρακολουθεί πιστά τον ίδιο και τη γυναίκα του. Δύο περίκλειστα «εγώ» που δεν νιώθουν την ανάγκη ενσωμάτωσης μιας άλλης οπτικής στην κατάθεση της ακλόνητης αλήθειας τους. Οι υπόλοιπες αφηγήσεις, ιδίως των θυμάτων τους, είναι ηχηρά απούσες. Και μέσα σε μιάμιση ώρα καταφέρνουμε χωρίς συναισθηματικούς παρεμβατισμούς του σκηνοθέτη, να δούμε τα θεμέλια στήριξης αυτής της «ακλόνητης αλήθειας».
Μία ταινία που εισηγείται έναν αναστοχασμό ο οποίος δύναται να μας κάνει να στρέψουμε την προσοχή μας ως προς το τι δεν βλέπουμε όταν κοιτάζουμε κινηματογραφικές εικόνες και ως προς το ποια μπορεί να είναι τα ίχνη που απαλείφθηκαν προκειμένου να υπάρξουν αυτές. Κάτι που με τη σειρά του πυροδοτεί έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με το τι δεν βλέπουμε ή δεν παρατηρούμε γύρω μας και στο τι μερίδιο ευθύνης φέρουμε σε αυτή την έλλειψη.
Ο Γκλέιζερ δημιουργεί μία διαλεκτική στην οποία η εικόνα υποτάσσεται στην απουσία. Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μας με τους μηχανισμούς εκείνους ,που σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, και που δημιουργούν εγκληματίες. Μελετώντας τον θύτη υπό το πρίσμα της παθητικής του αποδοχής των εγκλημάτων που διαπράττονται γύρω του και του ρόλου του στη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων που για αυτόν δεν νοούνται ως τέτοια, αλλά ως μία απαραίτητη διαδικασία, η διεκπεραίωση της οποίας θα του εξασφαλίσει την προσωπική του ευτυχία. Μία ευτυχία που του την έχει υποσχεθεί το σύστημα που υπηρετεί, με την προϋπόθεση ότι θα το υπηρετεί πιστά, εκτελώντας απαρέγκλιτα τις εντολές που του δίνονται.
Και βγαίνοντας από την αίθουσα κατακλυζόμαστε από πλήθος ερωτημάτων που μπορεί και να φοβόμαστε να απαντήσουμε...
Σε ποιον βαθμό όλο αυτό που είδαμε μας αφορά, μας ακουμπά, μας ενδιαφέρει; Και μέχρι που φτάνει η «ζώνη ενδιαφέροντος» του καθενός μας; Ποιος την καθορίζει και ποιος την οριοθετεί;
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός,
μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος
της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού
Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του
Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη
διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως
αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας
στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με
επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή:
Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και
«Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον
ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα
τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο
ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία
της...
Δείτε ακόμη:
- "Η καθώσπρέπει κοινωνία καταστρέφει την ψυχή" - Poor Things | EDITORIAL
- Περασμένες Ζωές της Σελίν Σονγκ | EDITORIAL
- Στο Γραφείο Καθηγητών του Ιλκέρ Τσατάκ | EDITORIAL
- Είναι οι «Συνάδελφοι ηρωικοί οικοδόμοι...» Οι δικοί μας ήρωες! | EDITORIAL
- Το Μπλε Καφτάνι της Μαριάμ Τουζανί | EDITORIAL
- "The Whale" του Ντάρεν Αρονόφσκι | EDITORIAL
- Πίσω από τις Θημωνιές | EDITORIAL
- "Close" του Λούκας Ντοντ | EDITORIAL
- Τα πνεύματα του Ινισέριν του Μάρτιν ΜακΝτόνα | EDITORIAL
- "Με αξιοπρέπεια" του Δημήτρη Κατσιμίρη
- "Τέρμα τα ψέματα" - The Batman | EDITORIAL
- Another Round | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Requiem for a Dream | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Bram Stoker’s Dracula | EDITORIAL
- "I used to think that my life was a tragedy, but now I realize, it’s a comedy" - Joke