Όχι γιατί σου παίρνει χρόνο να συνειδητοποιήσεις και να αποτινάξεις ήθη, έθιμα, παραδόσεις, στερεότυπα και να προχωρήσεις, χαράσσοντας τη δική σου πορεία στον κόσμο τούτο, αλλά γιατί σου είναι τρομερά δύσκολο να τα βάλεις με τον καταπιεστή σου το δυνάστη σου, που όμως παραδόξως σε αγαπάει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Που και ο ίδιος είναι αγκιστρωμένος σε όλα αυτά που δεν τόλμησε να ξεπεράσει, όμως μέσα του ποτέ δεν αποδέχτηκε… Και στο πρόσωπό σου βλέπει ό,τι θα ’θελε να κάνει και δεν μπόρεσε. Και αυτό τον κάνει να γίνεται ακόμα πιο σκληρός μαζί σου. Θύτης εκ πρώτης, θύμα κατά βάθος. Και είναι σε εσένα που πέφτει αυτό το βαρύ φορτίο καθώς και ο δύσκολος αγώνας να το αποτινάξεις και να λυτρωθείς. Όταν όμως επέρχεται η λύτρωση , είναι διπλή και για εσένα και για εκείνον.
Παρακολουθώντας την ταινία κατακλύζεσαι από αυτές τις σκέψεις. Και μπορεί η ηρωίδα πακιστανικής καταγωγής να βασανίζεται και να παλεύει να ξεφύγει από τις αναχρονιστικές παραδόσεις και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις της χώρας της και μπορεί εσύ ο «Δυτικός» να απέχεις από αυτές τις μορφές καταπίεσης, η συναισθηματική σου όμως εμπλοκή σε όλο αυτό , είναι άμεση. Είναι αυτά τα μαγικά περάσματα που μόνο στον κινηματογράφο μπορείς να βιώσεις τόσο έντονα.
Συναντιέσαι λοιπόν με την ηρωίδα και συνοδοιπόροι σε ένα δύσκολο αγώνα προσδιορισμού της ταυτότητάς σας, καταφέρνετε να αποβάλλετε την πίεση του «Τι θα πει ο κόσμος» και να οδηγηθείτε στη λύτρωση που δεν είναι τίποτε άλλο από την αντικατάσταση της παραπάνω φράσης με αυτή: «Ε…ναι επιτέλους…δε με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος…»