Η Ισπανία, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008, ήταν από εκείνες της χώρες της Ε.Ε.που υπέστη, όπως και η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία τις βαριές συνέπειες του οικονομικού κραχ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες δανειολήπτες να μην μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες, μία συνθήκη που οδήγησε σε μαζικές εξώσεις ανθρώπων από τα σπίτια τους, σε καθημερινή βάση και για πολλά χρόνια. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί πάνω από 400.000 εξώσεις στη χώρα αυτή, ενώ σε καθημερινή βάση πραγματοποιούνται 100 εξώσεις κατά μέσο όρο.
Το 2012 ο φωτορεπόρτερ Andres Kudacki κατέγραψε με τον φακό του για το Associated Press τη στεγαστική κρίση στη Μαδρίτη, με εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου, προκαλώντας σοκ για τη βιαιότητα και την αγριότητα με την οποία οι αστυνομικές δυνάμεις έμπαιναν στα σπίτια σπάζοντας τις πόρτες και αναγκάζοντας τους ανθρώπους να τα εγκαταλείψουν.
Σήμερα, βέβαια το μάτι μας έχει συνηθίσει σε αυτές τις εικόνες που τις αντικρίζουμε πλέον και στη δική μας χώρα, οπότε το σοκ αρχίζει σιγά σιγά (λαμβάνοντας υπόψη και τα εκλογικά μας αποτελέσματα) να αντικαθίσταται από την απάθεια, από την αδιαφορία, από την εξοικείωση με το έγκλημα. Γιατί όταν ξεσπιτώνεις έναν φτωχό άνθρωπο από το σπίτι του και τον πετάς αυτόν και την οικογένεια του στους δρόμους, συμφωνούμε όλοι νομίζω, ότι πρόκειται για διάπραξη μεγάλου εγκλήματος.
Εκεί λοιπόν στον αντίποδα της λήθης και της συνέργειας στο έγκλημα, μιας συνέργειας που συντελείται μέσω της απάθειας και της στήριξης αυτών που το διαπράττουν, έρχεται η τέχνη όπου μέσα στους πολλούς σκοπούς που επιτελεί είναι και η αφύπνιση των συνειδήσεων, είναι και το ξύπνημα από τον λήθαργο στον οποίο εύκολα διαπιστώνουμε καθημερινά πλέον, ότι περιέρχονται οι κοινωνίες.
Ο Αργεντινο-ισπανός Χουάν Ντιέγκο Μπότο στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, μας παραδίδει μία κοινωνική και βαθιά πολιτική ταινία που το γεγονός ότι υπηρετεί τον παραπάνω σκοπό αναδεικνύει και την σπουδαιότητα αυτής.
Ο Ραούλ ένας ακτιβιστής δικηγόρος είναι το σύμβολο του ανθρώπου που το είδος του τείνει προς εξαφάνιση. Εξακολουθεί να κάνει αυτό που η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης του επιβάλλει. Να μην αδιαφορεί για τα προβλήματα των συνανθρώπων του. Να μάχεται ενάντια σε ένα σύστημα που είναι έτοιμο να καταβροχθίσει αυτούς τους ανθρώπους και να καταφέρνει σε έναν τόσο άνισο αγώνα με μεγάλο προσωπικό κόστος, όχι να τον κερδίζει, αλλά να κάνει κάποιους ανθρώπους να χαμογελούν.
Η Αθουθένα (μία εξαιρετική Πενέλοπε Κρουζ) παλεύει μέχρις εσχάτων με μία αξιοπρέπεια που την διαφυλάττει μέχρι τέλους, να κρατήσει το σπίτι της.
Μία μετανάστρια κινδυνεύει να χάσει από την Πρόνοια το παιδί της, γιατί διαπράττει το μεγάλο «έγκλημα» να δουλεύει όλη σχεδόν τη μέρα προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην με αποτέλεσμα να απουσιάζει πολλές ώρες από το σπίτι.
Και μία μάνα προσπαθεί να πείσει τον γιο της σε έναν ύστατο αποχαιρετισμό προς αυτόν, ότι ποτέ δεν πρόκειται να τον ενοχοποιήσει για λάθη που έχει διαπράξει ο ίδιος και που έχουν οδηγήσει στο να περιέλθει και το δικό τους σπίτι στα κοράκια των funts. Ως μάνα θεωρεί ότι το μεγαλύτερο βάρος στη ζωή του παιδιού της είναι οι ενοχές που μπορεί να νιώθει το ίδιο εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών του απέναντι στους γονείς του που ήταν πάντα εκεί για να το στηρίζουν. Από αυτό το βάρος θέλει να τον απαλλάξει.
Αυτή η ομορφιά των ανθρώπων που η θλίψη και η απόγνωση είναι τα κυρίαρχα συναισθήματά τους, φωτίζει μία κατά τα άλλα πολύ σκοτεινή και σκληρή ταινία στην οποία αναδεικνύεται ακριβώς αυτό: Δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για το ότι η ζωή τους πήγε τόσο χάλια. Είναι που το σύστημα τους ξεγέλασε τόσο ύπουλα να νομίζουν ότι είναι υπαίτιοι για την άσχημη κατάστασή τους. Και είναι τότε που θυμώνουν όταν το συνειδητοποιούν αυτό, και είναι τότε που ενώνονται όλοι μαζί και ο θυμός και ο φόβος τους αντικαθίστανται από το συναίσθημα που γεννιέται μέσα σου, όταν η αλληλεγγύη των ανθρώπων σου ανοίγει άλλους ορίζοντες, σε κάνει να βλέπεις τη ζωή κάπως αλλιώς, σε ενδυναμώνει και σε μετατρέπει από θύμα σε μαχητή που δεν τo βάζει εύκολα κάτω.
Σε έναν διάλογο στην ταινία, ο νεαρός θετός γιος του Ραούλ αναφέρει: "Θα ήθελα να μην νιώθω ότι τα πράγματα με προσπερνούν και δεν μπορώ να αποφασίζω εγώ για αυτά. Θα ήθελα να έχω τον χρόνο να μπορώ να τα ελέγξω". Οι καταιγιστικοί ρυθμοί της ταινίας τόσο πραγματικοί σαν τους ρυθμούς της καθημερινότητας των ανθρώπων που μοχθούν για τον επιούσιο, αναδεικνύουν την έλλειψη αυτού του χρόνου από τις ζωές μας, του χρόνου που μας είναι απαραίτητος να στοχαστούμε πάνω σε ό,τι μας συμβαίνει και να καταφέρουμε κάποια στιγμή να μην τις αφήνουμε να μας προσπερνούν σαν ξένα εχθρικά ανταγωνιστικά ως προς εμάς σώματα, αλλά να αποφασίζουμε εμείς για αυτές. Να έχει ο καθένας μας τον έλεγχο της δικής του μοναδικής ζωής...
Βαδίζοντας στον δρόμο που άνοιξε ο μοναδικός Κεν Λόουτς, ο Χουάν Ντιέγκο Μπότο δείχνει να έχει κατανοήσει αυτό που ο πολιτικός κινηματογράφος οφείλει να κάνει και με έξοχο τρόπο το είχε περιγράψει ο Λόουτς, αναφέροντας τα εξής: "Στις ταινίες μας αυτό που έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε είναι να υπερασπιστούμε τις θεμελιώδεις αρχές ενός τρόπου ζωής. Τις μεγάλες αξίες της ισότητας, της αδελφότητας και της ελευθερίας". Και ευτυχώς, αυτή τη δυνατότητα ο Χουάν Ντιέγκο Μπότο δεν την αφήνει να χαθεί. Την αξιοποιεί και με το παραπάνω.