Ανατέμνοντας την πτώση ενός άνδρα, την «πτώση» μιας σχέσης, αλλά και τις «εκπτώσεις» της κρίσης μας στην καθημερινότητά μας…
Η Σάντρα είναι μια Γερμανίδα συγγραφέας, αρκετά πετυχημένη που ζει με τον σύζυγό της, τον Σάμουελ, στα νοτιοανατολικά της Γαλλίας σε ένα απομονωμένο οικογενειακό σαλέ, κάπου στις χιονισμένες γαλλικές Άλπεις. Ο Σάμουελ είναι Γάλλος και διδάσκει λογοτεχνία σε ένα σχολείο που βρίσκεται στην πόλη Γκρενόμπλ και ο ίδιος συγγράφει, αλλά δεν έχει καταφέρει να ολοκληρώσει το πρώτο του μυθιστόρημα που τον ταλαιπωρεί για αρκετά χρόνια. Ο Σάμουελ και η Σάντρα έχουν έναν μικρό γιο, τον Ντάνιελ, ο οποίος έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της όρασής του από ένα ατύχημα που του συνέβη όταν ήταν πολύ μικρός. Μια μέρα, καθώς ο μικρός τους γιος επιστρέφει από την καθημερινή βόλτα με τον σκύλο του, βρίσκει τον πατέρα του νεκρό στο χιόνι. Οι υποψίες σύντομα θα στραφούν προς την μητέρα του τη Σάντρα, που θα κατηγορηθεί και επίσημα για τη δολοφονία του συζύγου της, αφού ήταν το μοναδικό πρόσωπο που βρισκόταν εκείνη την ώρα στο σπίτι.
Η πρώτη σεκάνς της ταινίας μας εισαγάγει στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο απομονωμένο, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, σπίτι του ζευγαριού. Μία νεαρή δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από τη Σάντρα. Η δεύτερη όμως δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τη συνέντευξη καθαυτή. Σαν να αναζητά τους κώδικες επικοινωνίας που θα την βοηθήσουν να εξωτερικεύσει μια βαθύτερη ανάγκη επαφής με τους ανθρώπους. Σαν να προσπαθεί να μοιραστεί τη μοναξιά της, ζητώντας ταυτόχρονα απεγνωσμένα βοήθεια να ξεφύγει από αυτή. Οι φωνές όμως αυτές που ακούγονται σαν να αναζητούν μία βοήθεια, σβήνονται σιγά σιγά από τους ήχους της μουσικής του πάνω ορόφου όπου βρίσκεται ο σύζυγός της. Μιας μουσικής που όλο και δυναμώνει, σαν να θέλει να σκεπάσει με το χαρωπό μουσικό της μοτίβο όλο τον μπερδεμένο συναισθηματικό κόσμο του ακροατή της και σαν να θέλει ο ίδιος, αυξάνοντας διαρκώς την έντασή της να πνίξει μέσα σε αυτήν ό,τι τον καταπιέζει, ό,τι δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια και με τη φυσική του παρουσία. Σαν να θάβει μέσα της η μουσική αυτή, που επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, τα μυστικά μιας σχέσης που πολλά από αυτά θα παραμείνουν θαμμένα στη μουσική συγχορδία, όπου στην πλήρη αρμονία της θα αντιπαρατεθεί η απουσία της εναρμόνισης μιας σχέσης που το ολέθριο τέλος της εγκαλούμαστε να διερευνήσουμε. Αναζητώντας τη λύση του μυστηρίου της πτώσης του Σάμουελ, σιγά σιγά ανακαλύπτουμε την πτώση και τη διάλυση μιας σχέσης που φαινομενικά υφίσταται, αλλά που έχει αρχίσει να φθίνει από πολύ καιρό.
Παρακολουθώντας τη δίκη και ακούγοντας έναν ηχογραφημένο διάλογο του ζευγαριού, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Ένας ηχογραφημένος αποκαλυπτικός διάλογος που φέρνει στη φόρα τη συγκρουσιακή σχέση ενός ζευγαριού, με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην ανάδειξη της αλήθειας αυτού που τελικά συνέβη; Μπορεί να οδηγήσει τους δικαστές αλλά και εμάς που παρακολουθούμε τη δίκη στη λήψη της σωστής απόφασης; Ο λόγος για τον οποίο έχει ηχογραφηθεί ο διάλογος και μάλιστα εν αγνοία του ενός από τους δύο συνδιαλεγόμενους παίζει ρόλο στην απόφαση που τελικά θα παρθεί; Η σκοπιμότητα της ηχογράφησης αγγίζει συνειδησιακά τους κριτές; Μας απασχολούν άραγε αυτά τα ερωτήματα; Η απλά ακούμε παραβλέποντας τη σφαιρική εικόνα που ούτως ή άλλως δεν έχουμε και παρ όλη την έλλειψή της επιδιώκουμε να οδηγήσουμε τους εαυτούς μας στη σιγουριά μιας άποψης; Τα ελλειπτικά στοιχεία που αγνοούμε, αν τα γνωρίζαμε μπορεί να μας οδηγούσαν σε εντελώς διαφορετικές σκέψεις και συμπεράσματα; Τι είναι αυτό τελικά που μας δημιουργεί την ανάγκη να θέλουμε να είμαστε σίγουροι για την άποψή μας;
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η σκηνοθέτης Ζιστίν Τριέ μας βάζει στο παιχνίδι να εξερευνήσουμε το κατά πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε, αλλά και πόσο δύσκολο ταυτόχρονα είναι να εμπιστευθούμε την κρίση μας, αφού δεν μας αποκαλύπτει τα αντικειμενικά στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορέσουμε με τη σειρά μας να στοιχειοθετήσουμε μία αμερόληπτη κρίση. Εικάζουμε μόνο και ταυτόχρονα αμφιβάλλουμε, γιατί πραγματικά στοιχεία δεν έχουμε. Και ίσως εκνευριζόμαστε και λίγο γιατί η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται. Βλέπουμε αποσπασματικά κομμάτια αυτής και παρόλα αυτά ενδόμυχα ακόμη και με τα λίγα που αποκαλύπτουμε θέλουμε, αδημονούμε ως δια μαγείας να αποκαλυφθεί ο ένοχος. Γιατί; Ποια εσωτερική λύτρωση αναζητούμε; Σε τι θα μας βοηθήσει η αποκάλυψη των πραγματικών γεγονότων; Και το μεγάλο διακύβευμα βρίσκεται στο εξής: Αν μάθουμε τα πραγματικά γεγονότα θα έχουμε καταλάβει τα αίτια που οδήγησαν σε αυτά; Ή θα εικάσουμε, κατά τον βολικό στερεοτυπικό τρόπο που έχει μάθει να σκέφτεται ο καθένας μας, μέσα από τις εγκαθιδρυμένες αντιλήψεις μας, αλλά και τις προσωπικές εμπειρίες που έχουν συντελέσει στην εγκαθίδρυση των αντιλήψεων αυτών και που ταυτόχρονα θολώνουν την ανάγνωση και επεξεργασία των γεγονότων που συμβαίνουν έξω από εμάς; Ποια βαθιά σκοτεινή δύναμη μέσα μας, μας ωθεί στο να θέλουμε να τελειώσει η ιστορία με την αποκάλυψη του θύτη;
Όσο περισσότερο βαθαίνει η ιστορία της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών, τόσο βγαίνουν στην επιφάνεια οι κρυμμένες αλήθειες δύο ανθρώπων που ζουν στους δικούς τους κλειστούς κόσμους. Με ιδιαίτερη σκηνοθετική μαεστρία καθώς και με τα υπέροχα κινηματογραφικά της πλάνα, η Ζιστιέ μας βάζει και εμάς σε αυτούς τους κόσμους. Και εκεί αναγνωρίζουμε δικές μας εσωτερικές συγκρούσεις και δικές μας καταστάσεις. Αλλά φοβόμαστε την ταύτιση. Θέλουμε να κρατήσουμε μακριά την ιστορία από εμάς, να την αναγάγουμε σε ένα δικαστικό θρίλερ όπου οι πρωταγωνιστές του είναι σκοτεινοί τύποι ανθρώπων μακριά πολύ και έξω από τον δικό μας κόσμο. Αλλά η σκηνοθέτιδα δεν μας κάνει τη χάρη. Αναστρέφει τα περιστατικά και μας καλεί όχι μόνο να κρίνουμε αλλά να κριθούμε, θυμίζοντάς μας το μπεργκμανικό μήνυμα που εξέπεμπε η Μόνικα, η ηρωίδα του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» όπου με το βλέμμα της στραμμένο στον θεατή ήταν σαν να τον ρωτούσε: «Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;».
Μπερδεμένοι στους χαοτικούς τους κόσμους δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν, που γοήτευσε ο ένας τον άλλον και που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στα δίκτυα της συζυγικής ζωής, όπου το πρακτικό μέρος αυτής και η διαχείριση της δύσκολης καθημερινότητας αργά, αλλά σταθερά τους απομακρύνει φέρνοντας στην επιφάνεια πτυχές του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους που ο ένας αγνοούσε για τον άλλο. Ο πιο αντικειμενικός κριτής σε όλη αυτή την ιστορία, η ματιά του παιδιού, του Ντάνιελ. Κατανοεί αυτό που εμείς παραβλέπουμε στην κρίση μας. Αναγνωρίζοντας και αποδέχοντας ότι δεν μπορεί να έχει σφαιρική και πλήρη θεώρηση όλων των γεγονότων, επιλέγει να κρίνει τα όσα συμβαίνουν γύρω του, όχι εκ του αποτελέσματός τους, αλλά αναζητώντας τους λόγους, τα αίτια των δυνάμει πράξεων. Όταν δεν μπορεί να ερμηνεύσει συναισθηματικά και λογικά τις δυνάμει στάσεις και συμπεριφορές, τότε απορρίπτει και την πιθανότητα να συνέβησαν. Η πιθανότητα όμως ποτέ δεν καταρρίπτεται. Πάντα υπάρχει. Πάντα ελλοχεύει. Η απόρριψή της απλά βοηθά τη ζωή να προχωρά. Και ο χρόνος είναι αυτός που είτε αποδυναμώνει αυτή την πιθανότητα είτε την επαναφέρει κάποτε στην επιφάνεια.
Μία ταινία που εξακολουθείς να τη σκέφτεσαι για πολύ μετά την έξοδο από την αίθουσα, που θέλεις να την ξαναδείς γιατί δεν είσαι σίγουρη ή σίγουρος για την άποψή σου, αλλά και που όταν την ξαναβλέπεις πάλι δεν σιγουρεύεσαι. Μία ταινία που όσο τη σκέφτεσαι και τη συζητάς, όλο και καινούριες σκέψεις σου γεννιούνται, που είτε συμπληρώνουν είτε καταρρίπτουν τις προηγούμενες. Και δεν καταλήγεις τελικά πουθενά, αλλά νομίζω ότι και όλη η ομορφιά της ταινίας συμπυκνώνεται ακριβώς σε αυτό: Στη συνειδησιακή επίγνωση ότι δεν είναι απαραίτητο πάντα να καταλήγουμε κάπου. Ο δρόμος της αναζήτησης είναι ίσως η πιο «σίγουρη κατάληξη».
Υποκλινόμαστε στην ερμηνεία της Σάντρα Χίλερ που φέρνει εις πέρας τον δύσκολο ρόλο να μας πείσει όχι για την ενοχή ή την αθωότητα της, αλλά για τον κίνδυνο που εγκυμονεί η εμμονή στις βεβαιότητές μας.
Η πρώτη σεκάνς της ταινίας μας εισαγάγει στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο απομονωμένο, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, σπίτι του ζευγαριού. Μία νεαρή δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από τη Σάντρα. Η δεύτερη όμως δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τη συνέντευξη καθαυτή. Σαν να αναζητά τους κώδικες επικοινωνίας που θα την βοηθήσουν να εξωτερικεύσει μια βαθύτερη ανάγκη επαφής με τους ανθρώπους. Σαν να προσπαθεί να μοιραστεί τη μοναξιά της, ζητώντας ταυτόχρονα απεγνωσμένα βοήθεια να ξεφύγει από αυτή. Οι φωνές όμως αυτές που ακούγονται σαν να αναζητούν μία βοήθεια, σβήνονται σιγά σιγά από τους ήχους της μουσικής του πάνω ορόφου όπου βρίσκεται ο σύζυγός της. Μιας μουσικής που όλο και δυναμώνει, σαν να θέλει να σκεπάσει με το χαρωπό μουσικό της μοτίβο όλο τον μπερδεμένο συναισθηματικό κόσμο του ακροατή της και σαν να θέλει ο ίδιος, αυξάνοντας διαρκώς την έντασή της να πνίξει μέσα σε αυτήν ό,τι τον καταπιέζει, ό,τι δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια και με τη φυσική του παρουσία. Σαν να θάβει μέσα της η μουσική αυτή, που επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, τα μυστικά μιας σχέσης που πολλά από αυτά θα παραμείνουν θαμμένα στη μουσική συγχορδία, όπου στην πλήρη αρμονία της θα αντιπαρατεθεί η απουσία της εναρμόνισης μιας σχέσης που το ολέθριο τέλος της εγκαλούμαστε να διερευνήσουμε. Αναζητώντας τη λύση του μυστηρίου της πτώσης του Σάμουελ, σιγά σιγά ανακαλύπτουμε την πτώση και τη διάλυση μιας σχέσης που φαινομενικά υφίσταται, αλλά που έχει αρχίσει να φθίνει από πολύ καιρό.
Παρακολουθώντας τη δίκη και ακούγοντας έναν ηχογραφημένο διάλογο του ζευγαριού, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Ένας ηχογραφημένος αποκαλυπτικός διάλογος που φέρνει στη φόρα τη συγκρουσιακή σχέση ενός ζευγαριού, με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην ανάδειξη της αλήθειας αυτού που τελικά συνέβη; Μπορεί να οδηγήσει τους δικαστές αλλά και εμάς που παρακολουθούμε τη δίκη στη λήψη της σωστής απόφασης; Ο λόγος για τον οποίο έχει ηχογραφηθεί ο διάλογος και μάλιστα εν αγνοία του ενός από τους δύο συνδιαλεγόμενους παίζει ρόλο στην απόφαση που τελικά θα παρθεί; Η σκοπιμότητα της ηχογράφησης αγγίζει συνειδησιακά τους κριτές; Μας απασχολούν άραγε αυτά τα ερωτήματα; Η απλά ακούμε παραβλέποντας τη σφαιρική εικόνα που ούτως ή άλλως δεν έχουμε και παρ όλη την έλλειψή της επιδιώκουμε να οδηγήσουμε τους εαυτούς μας στη σιγουριά μιας άποψης; Τα ελλειπτικά στοιχεία που αγνοούμε, αν τα γνωρίζαμε μπορεί να μας οδηγούσαν σε εντελώς διαφορετικές σκέψεις και συμπεράσματα; Τι είναι αυτό τελικά που μας δημιουργεί την ανάγκη να θέλουμε να είμαστε σίγουροι για την άποψή μας;
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η σκηνοθέτης Ζιστίν Τριέ μας βάζει στο παιχνίδι να εξερευνήσουμε το κατά πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε, αλλά και πόσο δύσκολο ταυτόχρονα είναι να εμπιστευθούμε την κρίση μας, αφού δεν μας αποκαλύπτει τα αντικειμενικά στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορέσουμε με τη σειρά μας να στοιχειοθετήσουμε μία αμερόληπτη κρίση. Εικάζουμε μόνο και ταυτόχρονα αμφιβάλλουμε, γιατί πραγματικά στοιχεία δεν έχουμε. Και ίσως εκνευριζόμαστε και λίγο γιατί η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται. Βλέπουμε αποσπασματικά κομμάτια αυτής και παρόλα αυτά ενδόμυχα ακόμη και με τα λίγα που αποκαλύπτουμε θέλουμε, αδημονούμε ως δια μαγείας να αποκαλυφθεί ο ένοχος. Γιατί; Ποια εσωτερική λύτρωση αναζητούμε; Σε τι θα μας βοηθήσει η αποκάλυψη των πραγματικών γεγονότων; Και το μεγάλο διακύβευμα βρίσκεται στο εξής: Αν μάθουμε τα πραγματικά γεγονότα θα έχουμε καταλάβει τα αίτια που οδήγησαν σε αυτά; Ή θα εικάσουμε, κατά τον βολικό στερεοτυπικό τρόπο που έχει μάθει να σκέφτεται ο καθένας μας, μέσα από τις εγκαθιδρυμένες αντιλήψεις μας, αλλά και τις προσωπικές εμπειρίες που έχουν συντελέσει στην εγκαθίδρυση των αντιλήψεων αυτών και που ταυτόχρονα θολώνουν την ανάγνωση και επεξεργασία των γεγονότων που συμβαίνουν έξω από εμάς; Ποια βαθιά σκοτεινή δύναμη μέσα μας, μας ωθεί στο να θέλουμε να τελειώσει η ιστορία με την αποκάλυψη του θύτη;
Όσο περισσότερο βαθαίνει η ιστορία της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών, τόσο βγαίνουν στην επιφάνεια οι κρυμμένες αλήθειες δύο ανθρώπων που ζουν στους δικούς τους κλειστούς κόσμους. Με ιδιαίτερη σκηνοθετική μαεστρία καθώς και με τα υπέροχα κινηματογραφικά της πλάνα, η Ζιστιέ μας βάζει και εμάς σε αυτούς τους κόσμους. Και εκεί αναγνωρίζουμε δικές μας εσωτερικές συγκρούσεις και δικές μας καταστάσεις. Αλλά φοβόμαστε την ταύτιση. Θέλουμε να κρατήσουμε μακριά την ιστορία από εμάς, να την αναγάγουμε σε ένα δικαστικό θρίλερ όπου οι πρωταγωνιστές του είναι σκοτεινοί τύποι ανθρώπων μακριά πολύ και έξω από τον δικό μας κόσμο. Αλλά η σκηνοθέτιδα δεν μας κάνει τη χάρη. Αναστρέφει τα περιστατικά και μας καλεί όχι μόνο να κρίνουμε αλλά να κριθούμε, θυμίζοντάς μας το μπεργκμανικό μήνυμα που εξέπεμπε η Μόνικα, η ηρωίδα του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» όπου με το βλέμμα της στραμμένο στον θεατή ήταν σαν να τον ρωτούσε: «Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;».
Μπερδεμένοι στους χαοτικούς τους κόσμους δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν, που γοήτευσε ο ένας τον άλλον και που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στα δίκτυα της συζυγικής ζωής, όπου το πρακτικό μέρος αυτής και η διαχείριση της δύσκολης καθημερινότητας αργά, αλλά σταθερά τους απομακρύνει φέρνοντας στην επιφάνεια πτυχές του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους που ο ένας αγνοούσε για τον άλλο. Ο πιο αντικειμενικός κριτής σε όλη αυτή την ιστορία, η ματιά του παιδιού, του Ντάνιελ. Κατανοεί αυτό που εμείς παραβλέπουμε στην κρίση μας. Αναγνωρίζοντας και αποδέχοντας ότι δεν μπορεί να έχει σφαιρική και πλήρη θεώρηση όλων των γεγονότων, επιλέγει να κρίνει τα όσα συμβαίνουν γύρω του, όχι εκ του αποτελέσματός τους, αλλά αναζητώντας τους λόγους, τα αίτια των δυνάμει πράξεων. Όταν δεν μπορεί να ερμηνεύσει συναισθηματικά και λογικά τις δυνάμει στάσεις και συμπεριφορές, τότε απορρίπτει και την πιθανότητα να συνέβησαν. Η πιθανότητα όμως ποτέ δεν καταρρίπτεται. Πάντα υπάρχει. Πάντα ελλοχεύει. Η απόρριψή της απλά βοηθά τη ζωή να προχωρά. Και ο χρόνος είναι αυτός που είτε αποδυναμώνει αυτή την πιθανότητα είτε την επαναφέρει κάποτε στην επιφάνεια.
Μία ταινία που εξακολουθείς να τη σκέφτεσαι για πολύ μετά την έξοδο από την αίθουσα, που θέλεις να την ξαναδείς γιατί δεν είσαι σίγουρη ή σίγουρος για την άποψή σου, αλλά και που όταν την ξαναβλέπεις πάλι δεν σιγουρεύεσαι. Μία ταινία που όσο τη σκέφτεσαι και τη συζητάς, όλο και καινούριες σκέψεις σου γεννιούνται, που είτε συμπληρώνουν είτε καταρρίπτουν τις προηγούμενες. Και δεν καταλήγεις τελικά πουθενά, αλλά νομίζω ότι και όλη η ομορφιά της ταινίας συμπυκνώνεται ακριβώς σε αυτό: Στη συνειδησιακή επίγνωση ότι δεν είναι απαραίτητο πάντα να καταλήγουμε κάπου. Ο δρόμος της αναζήτησης είναι ίσως η πιο «σίγουρη κατάληξη».
Υποκλινόμαστε στην ερμηνεία της Σάντρα Χίλερ που φέρνει εις πέρας τον δύσκολο ρόλο να μας πείσει όχι για την ενοχή ή την αθωότητα της, αλλά για τον κίνδυνο που εγκυμονεί η εμμονή στις βεβαιότητές μας.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός,
μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος
της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού
Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του
Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη
διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως
αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας
στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με
επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή:
Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και
«Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον
ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα
τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο
ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία
της...
Δείτε ακόμη:
- "Η καθώσπρέπει κοινωνία καταστρέφει την ψυχή" - Poor Things | EDITORIAL
- Περασμένες Ζωές της Σελίν Σονγκ | EDITORIAL
- Στο Γραφείο Καθηγητών του Ιλκέρ Τσατάκ | EDITORIAL
- Είναι οι «Συνάδελφοι ηρωικοί οικοδόμοι...» Οι δικοί μας ήρωες! | EDITORIAL
- Το Μπλε Καφτάνι της Μαριάμ Τουζανί | EDITORIAL
- "The Whale" του Ντάρεν Αρονόφσκι | EDITORIAL
- Πίσω από τις Θημωνιές | EDITORIAL
- "Close" του Λούκας Ντοντ | EDITORIAL
- Τα πνεύματα του Ινισέριν του Μάρτιν ΜακΝτόνα | EDITORIAL
- "Με αξιοπρέπεια" του Δημήτρη Κατσιμίρη
- "Τέρμα τα ψέματα" - The Batman | EDITORIAL
- Another Round | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Requiem for a Dream | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Bram Stoker’s Dracula | EDITORIAL
- "I used to think that my life was a tragedy, but now I realize, it’s a comedy" - Joke