"Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι" ή αλλιώς "Η κόλαση είναι οι άλλοι" | Editorial
Μετά την εκπληκτική "Αποστολή στη Μπριζ", ο Μάρτιν μακ Ντόνα μας μεταφέρει στο Μιζούρι, σε μία τυπική κωμόπολη στον αμερικανικό Νότο, όπου σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες ψάχνουν αφορμή να παρεξηγήσουν ή να τσακωθούν με κάποιον. Ένα κωμικό δράμα, ή μάλλον μια δραματική κωμωδία, αβίαστα αστεία, παρά το βαρύ θέμα της.
Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι αψεγάδιαστη, και πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια για τις ερμηνείες, τόσο των πρωταγωνιστών που δίκαια απέσπασαν Όσκαρ Α' Γυναικείου και Β' Ανδρικού ρόλου, όσο και του υπόλοιπου καστ. Αυτό όμως που πραγματικά μένει στο θεατή είναι οι χαρακτήρες και η βαθιά ανθρωπιά τους. Γιατί στις «Τρεις πινακίδες», οι χαρακτήρες είναι εμποτισμένοι με ανθρώπινα ψεγάδια, κάτι που καθιστά τις πληγές που προκαλούν ο ένας στον άλλο αληθινά αιχμηρές. Έτσι μπορούν να είναι ανά στιγμές κωμικοί ή τραγικοί, και ο θεατής τους νιώθει ρεαλιστικούς, παρά την υπερβολή τους.
Τα κυριότερα θέματα της ταινίας, όπως και σε κάποιες από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, είναι η δυνατότητα εξιλέωσης και ο κύκλος της βίας.
(ακολουθούν spoiler, διαβάστε αφού τη δείτε! )
Η βία εισέρχεται στις «Τρεις πινακίδες» με το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε ως θύμα την κόρη της πρωταγωνίστριας Μίλντρεντ, αλλά όχι μόνο. Πράξεις βίας φαίνεται να προϋπήρχαν στη μικρή πόλη, με θύμα την ίδια τη Μίλντρεντ, αλλά και γενικά τους κοινωνικά αδύναμους. Η ίδια η πρωταγωνίστρια, απρόθυμα και δικαιολογημένα στην αρχή, αλλά με βεβαιότητα που στη συνέχεια μοιάζει ολοένα και περισσότερο με φασισμό, απορροφά τη βία γύρω της και την επιστρέφει στην κοινωνία που τη δημιούργησε. Γεγονός που παρασύρει το θεατή, ο οποίος εξαρχής συμπάσχει και συμμαχεί μαζί της, να την ακολουθήσει σε ηθικά γκρίζες ζώνες.
Το άλλο θέμα που κυριαρχεί στις «Τρεις πινακίδες», όπως και στις περισσότερες ταινίες του Μάρτιν Μακ Ντόνα, είναι το θέμα της εξιλέωσης. Άνθρωποι χωρίς ηθική, χωρίς παιδεία, άνθρωποι φαινομενικά ανάξιοι συμπάθειας ή οίκτου, προσπαθούν να εξιλεωθούν με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία για τις πράξεις τους. Αυτή είναι και η ρίζα της αντιπαράθεσης που προκάλεσαν οι «Τρεις πινακίδες», και πιθανώς και ο λόγος που δεν κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Ο απροκάλυπτα ρατσιστής, ομοφοβικός και βίαιος σερίφης, συμπεριφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σαν υπάνθρωπος. Όμως, όταν με τη σειρά του θυματοποιείται, η συμπάθεια της ταινίας και αναγκαστικά του θεατή γυρίζουν υπέρ του. Όταν δε η βία του στρέφεται προς την ίδια κατεύθυνση με της πρωταγωνίστριας, κερδίζει και τη δική της αναγνώριση. Αυτό κρίθηκε αρκετά προκλητικό στην Αμερική της αστυνομικής βίας και του Black lives matter και θεωρήθηκε ότι η ταινία κατά βάση εξιλεώνει έναν ρατσιστή.
Παρ’όλα αυτά, το φιλμ δίνει πολλά περισσότερα, και καθώς όλοι οι χαρακτήρες κινούνται σε τόνους του γκροτέσκου, είναι άδικο να της αποδοθούν ρατσιστικές προθέσεις. Ο Μάρτιν Μακ Ντόνα γενικά ελκύεται από αυτό, και οι περισσότεροι χαρακτήρες του είναι ένα ιδιαίτερο κράμα ανθρωπιάς, σαρκασμού αλλά και βίας.
Όσον αφορά το πρωτότυπο φινάλε, η τελική απόφαση των χαρακτήρων προσομοιώνει κάποιας μορφής happy end, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και μια γροθιά στο στομάχι, καθώς πιθανότατα ο κύκλος της βίας θα συνεχιστεί, αυτή τη φορά με τη μορφή της αυτοδικίας. Ωστόσο, η συμμαχία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών φέρει συναισθηματικά μία λύτρωση και φαίνεται σαν αυτό να ήταν το ζητούμενο: έστω ένας άνθρωπος, να μπορέσει να κατανοήσει και να στηρίξει τον άλλο.
Και αυτό καθιστά την ταινία μια σπουδή, κυρίως πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στην ανάγκη για αποδοχή, καθώς και στο χάσμα ανάμεσα στο «Εγώ» και στο μεγάλο «Άλλο».
www.cinepetroupolis.gr/2018/06/three-Billboards.html
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι αψεγάδιαστη, και πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια για τις ερμηνείες, τόσο των πρωταγωνιστών που δίκαια απέσπασαν Όσκαρ Α' Γυναικείου και Β' Ανδρικού ρόλου, όσο και του υπόλοιπου καστ. Αυτό όμως που πραγματικά μένει στο θεατή είναι οι χαρακτήρες και η βαθιά ανθρωπιά τους. Γιατί στις «Τρεις πινακίδες», οι χαρακτήρες είναι εμποτισμένοι με ανθρώπινα ψεγάδια, κάτι που καθιστά τις πληγές που προκαλούν ο ένας στον άλλο αληθινά αιχμηρές. Έτσι μπορούν να είναι ανά στιγμές κωμικοί ή τραγικοί, και ο θεατής τους νιώθει ρεαλιστικούς, παρά την υπερβολή τους.
Τα κυριότερα θέματα της ταινίας, όπως και σε κάποιες από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, είναι η δυνατότητα εξιλέωσης και ο κύκλος της βίας.
(ακολουθούν spoiler, διαβάστε αφού τη δείτε! )
Η βία εισέρχεται στις «Τρεις πινακίδες» με το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε ως θύμα την κόρη της πρωταγωνίστριας Μίλντρεντ, αλλά όχι μόνο. Πράξεις βίας φαίνεται να προϋπήρχαν στη μικρή πόλη, με θύμα την ίδια τη Μίλντρεντ, αλλά και γενικά τους κοινωνικά αδύναμους. Η ίδια η πρωταγωνίστρια, απρόθυμα και δικαιολογημένα στην αρχή, αλλά με βεβαιότητα που στη συνέχεια μοιάζει ολοένα και περισσότερο με φασισμό, απορροφά τη βία γύρω της και την επιστρέφει στην κοινωνία που τη δημιούργησε. Γεγονός που παρασύρει το θεατή, ο οποίος εξαρχής συμπάσχει και συμμαχεί μαζί της, να την ακολουθήσει σε ηθικά γκρίζες ζώνες.
Το άλλο θέμα που κυριαρχεί στις «Τρεις πινακίδες», όπως και στις περισσότερες ταινίες του Μάρτιν Μακ Ντόνα, είναι το θέμα της εξιλέωσης. Άνθρωποι χωρίς ηθική, χωρίς παιδεία, άνθρωποι φαινομενικά ανάξιοι συμπάθειας ή οίκτου, προσπαθούν να εξιλεωθούν με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία για τις πράξεις τους. Αυτή είναι και η ρίζα της αντιπαράθεσης που προκάλεσαν οι «Τρεις πινακίδες», και πιθανώς και ο λόγος που δεν κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Ο απροκάλυπτα ρατσιστής, ομοφοβικός και βίαιος σερίφης, συμπεριφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σαν υπάνθρωπος. Όμως, όταν με τη σειρά του θυματοποιείται, η συμπάθεια της ταινίας και αναγκαστικά του θεατή γυρίζουν υπέρ του. Όταν δε η βία του στρέφεται προς την ίδια κατεύθυνση με της πρωταγωνίστριας, κερδίζει και τη δική της αναγνώριση. Αυτό κρίθηκε αρκετά προκλητικό στην Αμερική της αστυνομικής βίας και του Black lives matter και θεωρήθηκε ότι η ταινία κατά βάση εξιλεώνει έναν ρατσιστή.
Παρ’όλα αυτά, το φιλμ δίνει πολλά περισσότερα, και καθώς όλοι οι χαρακτήρες κινούνται σε τόνους του γκροτέσκου, είναι άδικο να της αποδοθούν ρατσιστικές προθέσεις. Ο Μάρτιν Μακ Ντόνα γενικά ελκύεται από αυτό, και οι περισσότεροι χαρακτήρες του είναι ένα ιδιαίτερο κράμα ανθρωπιάς, σαρκασμού αλλά και βίας.
Όσον αφορά το πρωτότυπο φινάλε, η τελική απόφαση των χαρακτήρων προσομοιώνει κάποιας μορφής happy end, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και μια γροθιά στο στομάχι, καθώς πιθανότατα ο κύκλος της βίας θα συνεχιστεί, αυτή τη φορά με τη μορφή της αυτοδικίας. Ωστόσο, η συμμαχία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών φέρει συναισθηματικά μία λύτρωση και φαίνεται σαν αυτό να ήταν το ζητούμενο: έστω ένας άνθρωπος, να μπορέσει να κατανοήσει και να στηρίξει τον άλλο.
Και αυτό καθιστά την ταινία μια σπουδή, κυρίως πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στην ανάγκη για αποδοχή, καθώς και στο χάσμα ανάμεσα στο «Εγώ» και στο μεγάλο «Άλλο».
www.cinepetroupolis.gr/2018/06/three-Billboards.html
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βικτώρια Αθανασοπούλου
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2003.
Αγαπημένες της ταινίες είναι το Persona και το Evil Dead II.
Στον ελεύθερο χρόνο της παίζει φλάουτο και ταίζει πολλές γάτες.